«Είσαι κακιά γιαγιά», είπε η εγγονούλα και έβαλε τα κλάματα…
Όλοι μας έχουμε τις καλύτερες αναμνήσεις από τις γιαγιάδες μας. Ακόμη, κι αν καμιά φορά μας μάλωνε η μάνα μας, στην γιαγιά καταφεύγαμε να πούμε τα …παράπονά μας.
Κι η γιαγιά μας έπαιρνε μια μεγάλη και ζεστή αγκαλιά και με πολύ αγάπη μας φρόντιζε ώστε να μη έχουμε πια στεναχώρια, να μη έχουν τα μάτια μας θλίψη.
Μετά, μόλις μας πέρναγε, ξανά τρέχαμε και συνεχίζαμε την ζωή μας. Η γιαγιά, όμως, με την αγάπη της ενεργούσε σαν απερίγραπτο ηρεμιστικό και αντικαταθλιπτικό μαζί φάρμακο.
Κι ενώ έτσι εμείς είχαμε ζήσει, ακούσαμε το εξής παράξενο που θα διηγηθούμε με πολύ πόνο και απορία μαζί:
Είχα πάει σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα όπου είχε κουζινικά σκεύη. Αυτό όμως είναι και ρούχα, είχε και παπούτσια, είχε και παιχνίδια για τα μικρά παιδιά.
Μπροστά από μένα ήταν μια γιαγιά, σε προχωρημένη σχετικά ηλικία, που κρατούσε από το χεράκι της την μικρή τους εγγονούλα, που θα ήταν περίπου 4-5 χρονών.
Η γιαγιά την είχε πλύνει, την είχε χτενίσει, με το κοκαλάκι στα μαλλιά της, με καθαρά ρουχαλάκια, ακολουθούσε την γιαγιά της υπάκουα. Η μαμά της εγγονούλας εργαζόταν σε μια Υπηρεσία και έλειπε από το σπίτι της. Δεν γνωρίζουμε αν είχε ή όχι πατέρα.
Ξαφνικά, η μικρή εγγονούλα, σταμάτησε. Είδε μπροστά της κάτι παιχνίδια και ξαφνικά τραβούσε πίσω την γιαγιά της και της έλεγε: «Αυτό θέλω να μου πάρεις» και της έδειξε ένα παιχνιδάκι, μάλλον μια κούκλα θα ήταν.
Η γιαγιά της είπε: «Πάμε, δεν έχω λεφτά».
Η εγγονούλα άρχισε να βάζει τα κλάματα και είπε κλαψουρίζοντας: «Αυτό θέλω».
Η γιαγιά την ξανατραβούσε για να προχωρήσουν, αλλά η μικρή εγγονούλα, μπροστά στην άρνηση της γιαγιάς της, τής είπε: «Είσαι κακιά γιαγιά».
Μόλις άκουσα αυτά τα λόγια γύρισα να δω με διακριτικό τρόπο τα παραπάνω πρόσωπα.
Η γιαγιά απάντησε: «Δεν είμαι κακιά. Σού είπα ότι δεν έχω χρήματα».
Τότε η μικρή εγγονούλα το πήρε απόφαση ότι η γιαγιά της δεν θα της έπαιρνε την κούκλα της, ακολούθησε με δυσφορία την γιαγιά της και είπε: «Αν ήταν η μαμά εδώ θα μου τοι έπαιρνε».
Τότε η γιαγιά της απάντησε: «να το πεις στην μαμά σου, γιατί εμένα δεν με φτάνουν τα λεφτά που έχω».
Η γιαγιά τότε κρατώντας κι αυτή με λύπη το χεράκι της εγγονούλας της, προχώρησε προς άλλη κατεύθυνση.
Κι εγώ που βρισκόμουν πίσω τους αναρωτήθηκα: «Πως μπορεί να μιλάει έτσι η γιαγιά στην εγγονούλα της;» Και «Πως η εγγονούλα της μιλάει άσχημα στην γιαγιά της;».
Πάντως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι και η γιαγιά είχε δίκιο αλλά και η εγγονούλα είχε το δικό της δίκιο.